- ευπερίπατος
- εὐπερίπατος, -ον (Α)αυτός που δεν εμποδίζει κάποιον να περπατά εύκολα («φέρεις ἄλγημα... εὐπερίπατον», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + περί-πατος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπερίπατον — εὐπερίπατος allowing one to walk easily masc/fem acc sg εὐπερίπατος allowing one to walk easily neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)